-
1 бронирование
I.(покрытие бронёй) η θωράκωσηII.(закрепление кого-, чего-л. за кем-, чем-л.) το κλείσιμο, η εξασφάλιση-ть κλείνω, εξασφαλίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бронирование
-
2 бронировать
бронироватьнесов θωρακίζω.бронировать несов (закреплять) κα-παρώνω, προεξασφαλίζω, ρεζερβάρω, κρατῶ. -
3 блиндировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.οχυρώνω, θωρακίζω. -
4 бронировать
-рую (-рую), -руешь (-руешь), ρ.δ.κ.σ.μ.1. θωρακίζω.2. προορίζω, εξασφαλίζω•бронировать места в вагоне для курортников εξασφαλίζω θέσεις στο βαγόνι για τους παραθεριστές.
1. θωρακίζομαι.2. προορίφμαι, εξασφαλίζομαι. -
5 заковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.
|| θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.
3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
θωρακίζω — θωρακίζω, θωράκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θωρακίζω — θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres subj act 1st sg θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
θωρακίζω — θωράκισα, θωρακίστηκα, θωρακισμένος 1. κάνω κάτι στερεό επικαλύπτοντάς το με σιδερένιες πλάκες: Θωρακισμένο αυτοκίνητο. – Θωρακισμένα άρματα μάχης. 2. μτφ., οπλίζω, ενισχύω: Θωρακίζω το δημοκρατικό πολίτευμα. – Θωρακίστηκα με υπομονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωρακίζεσθε — θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres imperat mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθωρακισμένα — τεθωρᾱκισμένα , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… … Dictionary of Greek
θωράκισμα — το [θωρακίζω] το αποτέλεσμα τού θωρακίζω … Dictionary of Greek
θωρακιζόμενον — θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp masc acc sg θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακισθέντα — θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass neut nom/voc/acc pl θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζει — θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd sg θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)